παραπαχαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραπαχαίνω
- παχαίνω υπερβολικά
- παραπάχυνα αυτές τις διακοπές, πρέπει να κάνω δίαιτα επειγόντως!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραπαχαίνω | παραπάχαινα | θα παραπαχαίνω | να παραπαχαίνω | παραπαχαίνοντας | |
β' ενικ. | παραπαχαίνεις | παραπάχαινες | θα παραπαχαίνεις | να παραπαχαίνεις | παραπάχαινε | |
γ' ενικ. | παραπαχαίνει | παραπάχαινε | θα παραπαχαίνει | να παραπαχαίνει | ||
α' πληθ. | παραπαχαίνουμε | παραπαχαίναμε | θα παραπαχαίνουμε | να παραπαχαίνουμε | ||
β' πληθ. | παραπαχαίνετε | παραπαχαίνατε | θα παραπαχαίνετε | να παραπαχαίνετε | παραπαχαίνετε | |
γ' πληθ. | παραπαχαίνουν(ε) | παραπάχαιναν παραπαχαίναν(ε) |
θα παραπαχαίνουν(ε) | να παραπαχαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραπάχυνα | θα παραπαχύνω | να παραπαχύνω | παραπαχύνει | ||
β' ενικ. | παραπάχυνες | θα παραπαχύνεις | να παραπαχύνεις | παραπάχυνε | ||
γ' ενικ. | παραπάχυνε | θα παραπαχύνει | να παραπαχύνει | |||
α' πληθ. | παραπαχύναμε | θα παραπαχύνουμε | να παραπαχύνουμε | |||
β' πληθ. | παραπαχύνατε | θα παραπαχύνετε | να παραπαχύνετε | παραπαχύνετε | ||
γ' πληθ. | παραπάχυναν παραπαχύναν(ε) |
θα παραπαχύνουν(ε) | να παραπαχύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραπαχύνει | είχα παραπαχύνει | θα έχω παραπαχύνει | να έχω παραπαχύνει | ||
β' ενικ. | έχεις παραπαχύνει | είχες παραπαχύνει | θα έχεις παραπαχύνει | να έχεις παραπαχύνει | ||
γ' ενικ. | έχει παραπαχύνει | είχε παραπαχύνει | θα έχει παραπαχύνει | να έχει παραπαχύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραπαχύνει | είχαμε παραπαχύνει | θα έχουμε παραπαχύνει | να έχουμε παραπαχύνει | ||
β' πληθ. | έχετε παραπαχύνει | είχατε παραπαχύνει | θα έχετε παραπαχύνει | να έχετε παραπαχύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραπαχύνει | είχαν παραπαχύνει | θα έχουν παραπαχύνει | να έχουν παραπαχύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραπαχαίνω
|