παραπλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραπλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραπλήρωμα ουδέτερο
- συμπλήρωμα, αυτό που προστίθεται σε κάτι, που συμπληρώνεται με κάτι
- (γεωμ.) κάθε γωνία που μαζί με μια άλλη μας δίνει άθροισμα δύο ορθών γωνιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραπλήρωμα
|