παρανιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρανιά | οι | παρανιές |
γενική | της | παρανιάς | των | παρανιών |
αιτιατική | την | παρανιά | τις | παρανιές |
κλητική | παρανιά | παρανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρανιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του παρανιός
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρανιά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαρανιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παρανιός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρανιός