παρακοινωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακοινωνία < παρακοινωνός + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακοινωνία θηλυκό
- (νομικός όρος) η ιδιότητα του παρακοινωνού
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακοινωνία
|
παρακοινωνία θηλυκό
|