Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρακμίας οι παρακμίες
      γενική του παρακμία των παρακμιών
    αιτιατική τον παρακμία τους παρακμίες
     κλητική παρακμία παρακμίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακμίας < παρακμή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

παρακμίας

  1. (λόγιο) που εκπροσωπεί την παρακμή
    ※  Αυτή η τελευταία ήταν που έδωσε στον Τσίρκα την ευκαιρία να προσφέρει ιδεολογική νομιμοποίηση στον «παρακμία» Καβάφη (Πώς η Αριστερά υποδέχθηκε τον Καβάφη, εφημερίδα Τα Νέα, 26 Ιανουαρίου 2019)
    ※  Η υπόθεση του βιβλίου: Ο Ευγένιος Ονέγκιν, νεαρός παρακμίας αριστοκράτης από την Πετρούπολη, κληρονομεί έναν θείο του και αποσύρεται στα κτήματά του. (Ρωσικός ρομαντισμός, εφημερίδα Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008)

  Μεταφράσεις επεξεργασία