παρακαταθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρακαταθέτης αρσενικό
- έχει να κάνει με το άτομο το οποίο αφήνει για θεματοφύλακα κάποιου αντικειμένου έναν δεύτερο συμβαλλόμενο, ο οποίος δεύτερος φέρει και την υποχρέωση να του το επιστρέψει όταν του ζητηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακαταθέτης
|