Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρακαταθέτης οι παρακαταθέτες
      γενική του παρακαταθέτη των παρακαταθετών
    αιτιατική τον παρακαταθέτη τους παρακαταθέτες
     κλητική παρακαταθέτη παρακαταθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακαταθέτης < παρα- + καταθέτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακαταθέτης αρσενικό

  • έχει να κάνει με το άτομο το οποίο αφήνει για θεματοφύλακα κάποιου αντικειμένου έναν δεύτερο συμβαλλόμενο, ο οποίος δεύτερος φέρει και την υποχρέωση να του το επιστρέψει όταν του ζητηθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία