↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπάτζα οι παπάτζες
      γενική της παπάτζας των παπάτζων
    αιτιατική την παπάτζα τις παπάτζες
     κλητική παπάτζα παπάτζες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παπάτζα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπάτζα θηλυκό (αργκό)

  1. η προσπάθεια που κάνει κάποιος για να κρύψει την άγνοια ή την ημιμάθειά του γύρω από ένα θέμα
    Μη μου πουλάς παπάτζες, ξέρω από αυτοκίνητα.
  2. η προσπάθεια κάποιου να παρουσιαστεί καλύτερος από ό,τι είναι, ώστε να επιτύχει κάποιον σκοπό
  3. το αποτέλεσμα μιας βιαστικής και πρόχειρης προσπάθειας ολοκλήρωσης ενός έργου
    Δεν προλαβαίνω μέχρι αύριο να γράψω την εργασία, θα κάνω μια παπάτζα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία