παπάτζας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαπάτζας αρσενικό
- (αργκό) κάποιος ο οποίος υποκρίνεται σε σχέση με τα επιτεύγματα του, μεγεθύνοντας υπερβολικά την αξία τους
- Είναι μεγάλος παπάτζας, δεν ισχύουν ούτε μισά από αυτά που λέει.