Ετυμολογία

επεξεργασία
παπάτζας < παπάτζα +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπάτζας αρσενικό

  • (αργκό) κάποιος ο οποίος υποκρίνεται σε σχέση με τα επιτεύγματα του, μεγεθύνοντας υπερβολικά την αξία τους
    Είναι μεγάλος παπάτζας, δεν ισχύουν ούτε μισά από αυτά που λέει.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία