πανψυχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανψυχισμός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pan.psi.çiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐ψυ‐χι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανψυχισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανψυχισμός
→ δείτε τη λέξη παμψυχισμός |