παντοκρατορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- παντοκρατορία < παντοκράτορας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντοκρατορία θηλυκό
- παντοδυναμία, απόλυτη εξουσία και κυριαρχία
- η παντοκρατορία των Ρωμαίων επέβαλε σταδιακά τα Λατινικά σε πολλές χώρες της Μεσογείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντοκρατορία
|