↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντοκρατορία οι παντοκρατορίες
      γενική της παντοκρατορίας των παντοκρατοριών
    αιτιατική την παντοκρατορία τις παντοκρατορίες
     κλητική παντοκρατορία παντοκρατορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παντοκρατορία < παντοκράτορας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παντοκρατορία θηλυκό

  1. παντοδυναμία, απόλυτη εξουσία και κυριαρχία
    η παντοκρατορία των Ρωμαίων επέβαλε σταδιακά τα Λατινικά σε πολλές χώρες της Μεσογείου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία