παντζαροσαλάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παντζαροσαλάτα | οι | παντζαροσαλάτες |
γενική | της | παντζαροσαλάτας | — | |
αιτιατική | την | παντζαροσαλάτα | τις | παντζαροσαλάτες |
κλητική | παντζαροσαλάτα | παντζαροσαλάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παντζαροσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία): σαλάτα με παντζάρια
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντζαροσαλάτα
|