παντάνασσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παντάνασσα | οι | παντάνασσες |
γενική | της | παντάνασσας | των | παντανασσών |
αιτιατική | την | παντάνασσα | τις | παντάνασσες |
κλητική | παντάνασσα | παντάνασσες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντάνασσα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παντάνασσα, θηλυκό του παντάναξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
παντάνασσα θηλυκό
- βασίλισσα των πάντων. Με αρχικό κεφαλαίο: Παντάνασσα, προσωνύμιο της Θεοτόκου
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντάνασσα
|