παναθηναϊκάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παναθηναϊκάκιας | οι | παναθηναϊκάκηδες |
γενική | του | παναθηναϊκάκια | των | παναθηναϊκάκηδων |
αιτιατική | τον | παναθηναϊκάκια | τους | παναθηναϊκάκηδες |
κλητική | παναθηναϊκάκια | παναθηναϊκάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παναθηναϊκάκιας < Παναθηναϊκός + -άκιας
Ουσιαστικό επεξεργασία
παναθηναϊκάκιας αρσενικό
- (αργκό): οπαδός ή φίλαθλος του Παναθηναϊκού
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παναθηναϊκάκιας
|