παμπιλόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παμπιλόνι | τα | παμπιλόνια |
γενική | του | παμπιλονιού | των | παμπιλονιών |
αιτιατική | το | παμπιλόνι | τα | παμπιλόνια |
κλητική | παμπιλόνι | παμπιλόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παμπιλόνι < ολλανδική pompelmoes • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαμπιλόνι ουδέτερο
- ανδριώτικο εσπεριδοειδές με καρπό μεγάλου μεγέθους (παρόμοιο με το κυδώνι) από τα οποία φτιάχνεται το ομώνυμο γλυκό, πιθανώς κιτρίον η πομπελμοσία, φράπα
- (γλυκό) παραδοσιακό Ανδριώτικο γλυκό του κουταλιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία παμπιλόνι
|
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Γκρέιπ-φρουτ, φράπες και τα υπόλοιπα εσπεριδοειδή, sarantakos.wordpress.com, 5/11/2014 [1]