Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλληκαροσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παλληκαροσύν
η
οι
παλληκαροσύν
ες
γενική
της
παλληκαροσύν
ης
των
παλληκαροσυν
ών
αιτιατική
την
παλληκαροσύν
η
τις
παλληκαροσύν
ες
κλητική
παλληκαροσύν
η
παλληκαροσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλληκαροσύνη
<
παλληκάρι
+
-οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλληκαροσύνη
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
παλικαροσύνη