παλληκαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλληκαριά | οι | παλληκαριές |
γενική | της | παλληκαριάς | των | παλληκαριών |
αιτιατική | την | παλληκαριά | τις | παλληκαριές |
κλητική | παλληκαριά | παλληκαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλληκαριά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη παλικαριά