παλιόχορτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαλιόχορτο ουδέτερο
- (οικείο) απαξιωτική ή μειωτική αναφορά σε κάποιο χόρτο
- ⮡ Γέμισε ο κήπος μου με παλιόχορτα και πρέπει να τον ξεβοτανίσω.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλιόχορτο
|