↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόχορτο τα παλιόχορτα
      γενική του παλιόχορτου των παλιόχορτων
    αιτιατική το παλιόχορτο τα παλιόχορτα
     κλητική παλιόχορτο παλιόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιόχορτο < παλιό- + χόρτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλιόχορτο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία