Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλιόφιλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παλιόφιλ
ος
οι
παλιόφιλ
οι
γενική
του
παλιόφιλ
ου
των
παλιόφιλ
ων
αιτιατική
τον
παλιόφιλ
ο
τους
παλιόφιλ
ους
κλητική
παλιόφιλ
ε
παλιόφιλ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλιόφιλος
<
παλιό-
+
φίλος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλιόφιλος
αρσενικό
ένας
φίλος
από τα
παλιά
, κάποιος που συνδέεται με άλλο άτομο με μακρόχρονη στενή φιλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλιόφιλος
αγγλικά
:
crony
(en)