Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόσπιτο τα παλιόσπιτα
      γενική του παλιόσπιτου των παλιόσπιτων
    αιτιατική το παλιόσπιτο τα παλιόσπιτα
     κλητική παλιόσπιτο παλιόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόσπιτο < παλιο- + σπίτι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόσπιτο ουδέτερο

  1. σπίτι (κτίσμα) σε κακή κατάσταση λόγω παλαιότητας ή εγκατάλειψης
  2. (μεταφορικά) πορνείο

  Μεταφράσεις επεξεργασία