Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόπραμα τα παλιοπράματα
      γενική του παλιοπράματος των παλιοπραμάτων
    αιτιατική το παλιόπραμα τα παλιοπράματα
     κλητική παλιόπραμα παλιοπράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόπραμα < παλιό- + πράμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόπραμα ουδέτερο

  1. αντικείμενο πολύ χαμηλής αξίας
  2. παλιό αντικείμενο σε κακή κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία