παλικινησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλικινησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική palikinésie < αρχαία ελληνική πάλιν + κίνημα[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλικινησία θηλυκό
- (ιατρική) η συνεχόμενη, επαναλαμβανόμενη, συγκεκριμένη μυϊκή κίνηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλικινησία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)