παλαμαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαμαράς < παλαμάρ(ι) + -άς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.la.maˈɾas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαμαράς αρσενικό
- (επάγγελμα) κατασκευαστής παλαμαριών
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαμαράς
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .