Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιχτάρα οι παιχτάρες
      γενική της παιχτάρας
    αιτιατική την παιχτάρα τις παιχτάρες
     κλητική παιχτάρα παιχτάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιχτάρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιχτάρα θηλυκό

  1. θηλυκό του παιχταράς
  2. (οικείο) ο παιχταράς

  Μεταφράσεις επεξεργασία