• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παιπάλη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιπάλη οι παιπάλες
      γενική της παιπάλης των παιπαλών
    αιτιατική την παιπάλη τις παιπάλες
     κλητική παιπάλη παιπάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παιπάλη < αρχαία ελληνική παιπάλη

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈpa.li/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παιπάλη θηλυκό

  1. ψιλό αλεύρι
  2. (συνεκδοχικά) λεπτή σκόνη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πασπάλη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παιπάλη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παιπάλη&oldid=7112041"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:56

Γλώσσες

    • English
    • Italiano
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:56.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας