παιδογονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιδογονία < αρχαία ελληνική παιδογονία < παιδο- + -γονία < γόνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ðo.ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο‐γο‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδογονία θηλυκό
- η γέννηση παιδιών
- η παιδογένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία η γέννηση παιδιών
|
η παιδογένεση
→ δείτε τη λέξη παιδογένεση |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παιδογονία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδογονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.