Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδογονία οι παιδογονίες
      γενική της παιδογονίας των παιδογονιών
    αιτιατική την παιδογονία τις παιδογονίες
     κλητική παιδογονία παιδογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδογονία < αρχαία ελληνική παιδογονία < παιδο- + -γονία < γόνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ðo.ɣoˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐γο‐νί‐α
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδογονία θηλυκό

  1. η γέννηση παιδιών
  2. η παιδογένεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδογονία < παιδο- + -γονία < γόνος

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία