παιδέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιδέρα | οι | παιδέρες |
γενική | της | παιδέρας | των | παιδέρων |
αιτιατική | την | παιδέρα | τις | παιδέρες |
κλητική | παιδέρα | παιδέρες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδέρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιδέρα θηλυκό
- (ανεπίσημο) ο παιδεραστής, ο παιδόφιλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδέρα
|