παιάν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παιάν | οἱ | παιᾶνες |
γενική | τοῦ | παιᾶνος | τῶν | παιάνων |
δοτική | τῷ | παιᾶνῐ | τοῖς | παιᾶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | παιᾶνᾰ | τοὺς | παιᾶνᾰς |
κλητική ὦ! | παιάν | παιᾶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παιᾶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παιάνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'παιάν' όπως «παιάν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιάν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιάν, -ᾶνος αρσενικό
- παιάνας
- χορικό άσμα, ωδή, ύμνος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παιάν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.