Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παιάν οἱ παιᾶνες
      γενική τοῦ παιᾶνος τῶν παιάνων
      δοτική τῷ παιᾶν τοῖς παιᾶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν παιᾶν τοὺς παιᾶνᾰς
     κλητική ! παιάν παιᾶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιᾶνε
γεν-δοτ τοῖν  παιάνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'παιάν' όπως «παιάν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιάν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιάν, -ᾶνος αρσενικό

  1. παιάνας
  2. χορικό άσμα, ωδή, ύμνος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία