παδέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παδέλα | οι | παδέλες |
γενική | της | παδέλας | των | παδελών |
αιτιατική | την | παδέλα | τις | παδέλες |
κλητική | παδέλα | παδέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαδέλα θηλυκό
- στρογγυλή πήλινη κατσαρόλα
- μεγάλο τηγάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παδέλα
|