Ετυμολογία

επεξεργασία
padella < λατινική patĕlla, υποκοριστικό του patĕra

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
padella padelle

padella (it)

  1. (γαστρονομία) τηγάνι,
  2. παδέλα (στην Κεφαλονιά, πήλινη κατσαρόλα)