Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοκρηπίδα οι παγοκρηπίδες
      γενική της παγοκρηπίδας των παγοκρηπίδων
    αιτιατική την παγοκρηπίδα τις παγοκρηπίδες
     κλητική παγοκρηπίδα παγοκρηπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγοκρηπίδα < πάγος + -ο- + κρηπίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγοκρηπίδα θηλυκό

  • (νεολογισμός) κρηπίδα πάγου
    Μεταξύ των πιο προφανών συνεπειών θα είναι η εμφάνιση φονικών καταιγίδων, η διάρρηξη και καταστροφή των παγοκρηπίδων στους πόλους, αλλά και η άνοδος της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων, που θα έχει ως αποτέλεσμα την καταβύθιση των παράκτιων πόλεων πριν από τα τέλη του αιώνα μας. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία