παγκρεατίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγκρεατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pancreatine
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγκρεατίνη θηλυκό
- φαρμακευτική ουσία που λαμβάνεται από το πάγκρεας ζώων
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγκρεατίνη
|