Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγκάρπιο τα παγκάρπια
      γενική του παγκάρπιου των παγκάρπιων
    αιτιατική το παγκάρπιο τα παγκάρπια
     κλητική παγκάρπιο παγκάρπια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκάρπιο < παγ- + καρπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγκάρπιο αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) αρχαιολογικός συμβατικός όρος αρχιτεκτονικού και γλυπτικού κοσμήματος που παριστά στέφανο ή ημιστέφανο από άνθη και καρπούς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία