Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγιώτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παγιώτρι
α
οι
παγιώτρι
ες
γενική
της
παγιώτρι
ας
των
παγιωτρι
ών
αιτιατική
την
παγιώτρι
α
τις
παγιώτρι
ες
κλητική
παγιώτρι
α
παγιώτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Επίθετο
,
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παγιώτρια
(el)
θηλυκό
(
παγιωτής
αρσενικό
)
εδραιώτρια
,
στερεώτρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
consolidant
(en)