Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εδραιώτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εδραιώτρι
α
οι
εδραιώτρι
ες
γενική
της
εδραιώτρι
ας
των
εδραιωτρι
ών
αιτιατική
την
εδραιώτρι
α
τις
εδραιώτρι
ες
κλητική
εδραιώτρι
α
εδραιώτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Επίθετο
,
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εδραιώτρια
(el)
θηλυκό
(
εδραιωτής
αρσενικό
)
παγιώτρια
,
στερεώτρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
consolidant
(en)