πίσον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πίσον | τὰ | πίσᾰ |
γενική | τοῦ | πίσου | τῶν | πίσων |
δοτική | τῷ | πίσῳ | τοῖς | πίσοις |
αιτιατική | τὸ | πίσον | τὰ | πίσᾰ |
κλητική ὦ! | πίσον | πίσᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πίσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίσον < πίσος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίσον ουδέτερο
- (φυτό) άλλη μορφή του πίσος