πάτελλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πάτελλᾰ | αἱ | πάτελλαι | ||||
γενική | τῆς | πατέλλης | τῶν | πατελλῶν | ||||
δοτική | τῇ | πατέλλῃ | ταῖς | πατέλλαις | ||||
αιτιατική | τὴν | πάτελλᾰν | τὰς | πατέλλᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πάτελλᾰ | πάτελλαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατέλλᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πατέλλαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάτελλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάτελλα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- πατέλλιον (υποκοριστικό του πάτελλα)
- πατελλίδιον (υποκοριστικό του πάτελλον)
- πατελλίκιον (υποκοριστικό του πάτελλον)
Πηγές
επεξεργασία- πάτελλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.