ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάτελλ αἱ πάτελλαι
      γενική τῆς πατέλλης τῶν πατελλῶν
      δοτική τῇ πατέλλ ταῖς πατέλλαις
    αιτιατική τὴν πάτελλᾰν τὰς πατέλλᾱς
     κλητική ! πάτελλ πάτελλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πατέλλ
γεν-δοτ τοῖν  πατέλλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάτελλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάτελλα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία