οἰωνισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οἰωνισμός | οἱ | οἰωνισμοί |
γενική | τοῦ | οἰωνισμοῦ | τῶν | οἰωνισμῶν |
δοτική | τῷ | οἰωνισμῷ | τοῖς | οἰωνισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | οἰωνισμόν | τοὺς | οἰωνισμούς |
κλητική ὦ! | οἰωνισμέ | οἰωνισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰωνισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰωνισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οἰωνισμός < αρχαία ελληνική οἰωνίζομαι < οἰωνός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἰωνισμός αρσενικό