ούγγρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ούγγρος | οι | ούγγροι |
γενική | του | ούγγρου | των | ούγγρων |
αιτιατική | τον | ούγγρο | τους | ούγγρους |
κλητική | ούγγρε | ούγγροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ούγγρος αρσενικό (θηλυκό ουγγαρέζα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ούγγρος
|