Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οφθαλμαλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οφθαλμαλγί
α
οι
οφθαλμαλγί
ες
γενική
της
οφθαλμαλγί
ας
των
οφθαλμαλγι
ών
αιτιατική
την
οφθαλμαλγί
α
τις
οφθαλμαλγί
ες
κλητική
οφθαλμαλγί
α
οφθαλμαλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οφθαλμαλγία
<
οφθαλμ(ός)
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οφθαλμαλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) πόνος στα μάτια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οφθαλμαλγία