Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουρηθραλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ουρηθραλγί
α
οι
ουρηθραλγί
ες
γενική
της
ουρηθραλγί
ας
των
ουρηθραλγι
ών
αιτιατική
την
ουρηθραλγί
α
τις
ουρηθραλγί
ες
κλητική
ουρηθραλγί
α
ουρηθραλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουρηθραλγία
<
ουρηθρ(α)
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ουρηθραλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) πόνος στην
ουρήθρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουρηθραλγία