Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρίτσα οι ουρίτσες
      γενική της ουρίτσας
    αιτιατική την ουρίτσα τις ουρίτσες
     κλητική ουρίτσα ουρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρίτσα < ουρά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία