Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουλορραγία οι ουλορραγίες
      γενική της ουλορραγίας των ουλορραγιών
    αιτιατική την ουλορραγία τις ουλορραγίες
     κλητική ουλορραγία ουλορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουλορραγία < ούλο + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουλορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία