Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστρεοκομία οι οστρεοκομίες
      γενική της οστρεοκομίας των οστρεοκομιών
    αιτιατική την οστρεοκομία τις οστρεοκομίες
     κλητική οστρεοκομία οστρεοκομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστρεοκομία < όστρε(ο) + -ο- + -κομία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστρεοκομία θηλυκό

  • η εκτροφή οστρέων, στρειδιών δηλαδή και άλλων οστρακοειδών

  Μεταφράσεις επεξεργασία