Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστρεοκομία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οστρεοκομί
α
οι
οστρεοκομί
ες
γενική
της
οστρεοκομί
ας
των
οστρεοκομι
ών
αιτιατική
την
οστρεοκομί
α
τις
οστρεοκομί
ες
κλητική
οστρεοκομί
α
οστρεοκομί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστρεοκομία
<
όστρε(ο)
+
-ο-
+
-κομία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οστρεοκομία
θηλυκό
η εκτροφή οστρέων, στρειδιών δηλαδή και άλλων οστρακοειδών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστρεοκομία