οστεορραγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστεορραγία < αρχαία ελληνική ὀστέον + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
οστεορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία που είναι αποτέλεσμα ρήξης οστού
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστεορραγία
|