Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεορραγία οι οστεορραγίες
      γενική της οστεορραγίας των οστεορραγιών
    αιτιατική την οστεορραγία τις οστεορραγίες
     κλητική οστεορραγία οστεορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεορραγία < αρχαία ελληνική ὀστέον + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία