πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική οσπίτ οσπίτεα
γενική οσπιτί οσπιτίων
αιτιατική οσπίτ οσπίτεα
κλητική οσπίτ οσπίτεα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οσπίτ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁσπίτιν < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔsˈpit/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οσπίτ ουδέτερο

  • σπίτι
    1. κτίριο που προορίζεται για ιδιωτική κατοίκηση
    2. το κτήριο ή το διαμέρισμα που αποτελεί την κατοικία ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας
    3. το εσωτερικό μιας κατοικίας μαζί με την επίπλωση
    4. η οικογένεια, οι οικογενειακές σχέσεις

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • εσπάλτσεν τ’ οσπίτ’ν ατ’: έκλεισε το σπίτι του (κατάστρεψε την οικογένειά του)