οσπίτ
Ποντιακά (pnt) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | οσπίτ | οσπίτεα |
γενική | οσπιτί | οσπιτίων |
αιτιατική | οσπίτ | οσπίτεα |
κλητική | οσπίτ | οσπίτεα |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οσπίτ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁσπίτιν < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οσπίτ ουδέτερο
- σπίτι
- κτίριο που προορίζεται για ιδιωτική κατοίκηση
- το κτήριο ή το διαμέρισμα που αποτελεί την κατοικία ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας
- το εσωτερικό μιας κατοικίας μαζί με την επίπλωση
- η οικογένεια, οι οικογενειακές σχέσεις
Εκφράσεις επεξεργασία
- εσπάλτσεν τ’ οσπίτ’ν ατ’: έκλεισε το σπίτι του (κατάστρεψε την οικογένειά του)