Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορχιαλγία οι ορχιαλγίες
      γενική της ορχιαλγίας των ορχιαλγιών
    αιτιατική την ορχιαλγία τις ορχιαλγίες
     κλητική ορχιαλγία ορχιαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορχιαλγία < όρχις + -αλγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορχιαλγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία