Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορχιαλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ορχιαλγί
α
οι
ορχιαλγί
ες
γενική
της
ορχιαλγί
ας
των
ορχιαλγι
ών
αιτιατική
την
ορχιαλγί
α
τις
ορχιαλγί
ες
κλητική
ορχιαλγί
α
ορχιαλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορχιαλγία
<
όρχις
+
-αλγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ορχιαλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) πόνος στους όρχεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορχιαλγία