ορυχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορυχή | οι | ορυχές |
γενική | της | ορυχής | των | ορυχών |
αιτιατική | την | ορυχή | τις | ορυχές |
κλητική | ορυχή | ορυχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορυχή < αρχαία ελληνική ὀρυχή[1] < ὀρύσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορυχή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του όρυξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορυχή
|
- ↑ ὀρυχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.