οργανοπαίκτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργανοπαίκτρια < οργανοπαίκτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοργανοπαίκτρια θηλυκό
- θηλυκό του οργανοπαίκτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οργανοπαίκτρια