οπορτουνίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπορτουνίστρια < οπορτουνιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπορτουνίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη οπορτουνιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπορτουνίστρια
οπορτουνίστρια θηλυκό