Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοποιία οι οπλοποιίες
      γενική της οπλοποιίας των οπλοποιιών
    αιτιατική την οπλοποιία τις οπλοποιίες
     κλητική οπλοποιία οπλοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπλοποιία < όπλ(ο) + -ο- + -ποιία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπλοποιία θηλυκό

  1. η παραγωγή όπλων
  2. η εγκατάσταση / βιομηχανίας παραγωγής όπλων

  Μεταφράσεις επεξεργασία